Όταν το ινστιτούτο IFO Schnelldienst που εδρεύει στο Μόναχο δημοσιοποίησε τα ευρήματα έρευνάς του λίγο πριν το Πάσχα, ήταν σαν να έβαλε βόμβα στα όσα μέχρι σήμερα πολλοί πίστευαν για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα ηλεκτροκίνητα οχήματα θα βοηθήσουν ελάχιστα στο να μειωθούν οι εκπομπές CO2, αφού το οικολογικό τους αποτύπωμα είναι «βαρύτερο» από αυτό ενός ντίζελ αυτοκινήτου.
Η έρευνα βασίστηκε στον συνολικό κύκλο ζωής τριών αυτοκινήτων, ενός Tesla 3, μιας Mercedes C220d και μιας επίσης Mercedes C-Class που είχε μετατραπεί έτσι ώστε να καίει LNG.
Για να υπάρχει ένα μέτρο καλύτερης αξιολόγησης ο κύκλος ζωής των αυτοκινήτων καθορίστηκε στα 150.000 km. Η μελέτη υπολόγισε ότι η κατασκευή ενός ηλεκτρικού οχήματος και ενός συμβατικού δημιουργεί κατά μέσον όρο την ίδια ποσότητα CO2 – 8,6 τόνους ανά αυτοκίνητο . Περίπου 4,9 τόνοι «πιστώνονται» παραγωγή του αμαξώματος και 1,9 τόνοι εκπέμπονται κατά τη διαδικασία συναρμολόγησης.
Επιπλέον, η μελέτη διαπίστωσε ότι η παραγωγή ενός κινητήρα ντίζελ προκαλεί ελαφρώς υψηλότερες εκπομπές (0,8 τόνους) από ότι ενός ηλεκτροκινητήρα ηλεκτρικοί κινητήρες (0,3 τόνοι) που οδηγούν το Tesla 3. Όμως, ενώ τα “πρόσθετα εξαρτήματα” της Tesla αντιστοιχούν σε 1,5 τόνους CO2 ανά αυτοκίνητο, αυτά της Mercedes 220d εκλύουν μόνον 1 τόνο.
Σε ό,τι αφορά το καύσιμο η μελέτη, κάνοντας αναγωγή στα Γερμανικά δεδομένα, αναφέρει πως με δεδομένο ότι η Γερμανία παράγει ηλεκτρική ενέργεια από καύση λιγνίτη ή φυσικού αερίου, ένα ηλεκτρικό όχημα εκλύει (έμμεσα) ελαφρώς περισσότερο CO2 από ένα ντίζελ και σαφώς πολύ περισσότερο από ένα LNG.
Επιπλέον σημειώνεται πως μεγαλύτερα ποσά ενέργειας (και άρα CO2) απαιτούνται για την εξόρυξη και επεξεργασία των μετάλλων που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μπαταριών των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Έτσι, η παραγωγή των μπαταριών του Model 3 επιβαρύνει το περιβάλλον με 11 έως 15 τόνους CO2. Αν κάνουμε την αναγωγή ανά χιλιόμετρο σε ένα μέσο κύκλο ζωής 150.000 km, το Tesla Model 3 υπολογίζεται ότι μαζί με το «κόστος» παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που θα χρησιμοποιηθεί στο σύνολο του κύκλου ζωής του, το Model 3 επιβαρύνει το περιβάλλον με 156 – 181 gr CO2/km. Με μια αντίστοιχη αναγωγή, η μελάτη υπολογίζει πως η Mercedes C220d παράγει 141 gr CO2/km και η C-Class LNG κατά 100 gr CO2/km.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η μελέτη καταλήγει πως οι στόχοι που έχει θέσει η ΕΕ για μείωση του CO2 είναι μάλλον ανέφικτοι, αφού προσμετρούν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα σαν οχήματα μηδενικών ρύπων, υπολογίζοντας μόνον τις εκπομπές CO2 κατά την κίνηση του οχήματος και όχι τις συνολικές του κύκλο ζωής.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει θέσει η ΕΕ για το 2030 που προβλέπει εκπομπές CO2 59gr/km, θα έπρεπε τα συμβατικά αυτοκίνητα να καταναλώνουν 2,2 lt/100km, κάτι που είναι ανέφικτο.
Ως συμπέρασμα καταλήγουν στο γεγονός ότι καλύτερα θα ήταν αν η Γερμανία επικεντρώνονταν στην εξέλιξη και παραγωγή αυτοκινήτων με κινητήρες φυσικού αερίου ή ακόμη καλύτερα κυψελών υδρογόνου.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τονίσουμε πως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία έχει προ πολλού επικρίνει την πολιτική της ΕΕ για μείωση του CO2, τονίζοντας ότι η στροφή στην ηλεκτροκίνηση θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα, σημαντικότερο των οποίων είναι η απώλεια πολλών θέσεων εργασίας, πέραν των τεράστιων επενδύσεων που απαιτούνται στις γραμμές παραγωγής.