CARSNEWS
NEW MODELS

Απόπειρα δολοφονίας Ελ. Βενιζέλου: Όταν οι σφαίρες σαν το χαλάζι έπεφταν στην Πακάρ.

Η  επί τροχών απόπειρα  εναντίον του Βενιζέλου στις 6 Ιουνίου  1933 τοποθετείται χρονικά  ανάμεσα στα κινήματα της 6ης Μαρτίου 1933 και της 1ης Μαρτίου 1935. Η απόπειρα αυτή, με κυριότερο στοιχείο, σε ό,τι εδώ μας αφορά, τις καταδιώξεις αυτοκινήτων, τις διαφυγές  και τους πυροβολισμούς, θα μπορούσε να περιγραφεί και με τους τρόπους και τους τόπους της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως, επίσης, και το χρονικό της διαλεύκανσής της.

 Όπως προκύπτει από το βούλευμα, πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά απόπειρα που είχε σχεδιαστεί το 1933 εναντίον του Βενιζέλου. Η πρώτη ήταν στις 14 Απριλίου στο Φάληρο, η δεύτερη επρόκειτο να γίνει στη Βουλή στις 13 Μαΐου, ενώ σε αυτές τις απόπειρες πρέπει να προστεθούν αυτές το 1910 στους Σοφάδες και το 1920 στον σιδηροδρομικό σταθμό της  Λυόν – συνολικά, έχουν καταγραφεί  11 σχέδια δολοφονίας κατά του Βενιζέλου –‘’ce sont les risques du metier’’, έλεγε σε όποιον τον συμβούλευε να αποφεύγει να βγαίνει τις νυχτερινές ώρες.  

Με τον  τρόπο του Ευάγγελου Μαυρουδή, «ο  Γιώργος [Μίνερ]  προκειμένου να αποφύγει οποιαδήποτε προσχεδιασμένη επίθεση, είχε αποφασίσει να περάσει τον πρωθυπουργό από το χώρο των αποσκευών, αντί να ακολουθήσει το κανονικό δρομολόγιο από την αίθουσα αναχωρήσεων των επισήμων», στον σταθμό της Λυόν. Είχε δώσει εντολή στον οδηγό του αυτοκινήτου του Βενιζέλου να συνεχίσει μέχρι την έξοδο των αφίξεων, «παρότι ο ίδιος ο πρόεδρος έδειχνε φοβερά ενοχλημένος. Την ώρα του θριάμβου του να εξαφανίζεται σαν τον κλέφτη περνώντας ανάποδα από τις πόρτες!». Παρ΄όλα αυτά,  «είτε επειδή οι δύο παραλίγο δολοφόνοι του ήταν αξιωματικοί όπως ο Μίνερ είτε επειδή τα επίσημα αυτοκίνητα της συνοδείας παρήταν πολλά ώστε να περάσουν απαρατήρητα όταν στάθμευσαν έξω από την αίθουσα των αφίξεων, το μυστικό δρομολόγιο έπαψε να είναι μυστικό».  Ντυμένος στα γκρίζα ο Βενιζέλος «κατέβηκε από το πρώτο αυτοκίνητο, που ανήκε στον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι, [στον Άθω Ρωμανό ]. Ο Γιώργος προπορεύτηκε με ένα Γάλλο αστυνομικό και παρακάλεσε τον πρωθυπουργό να τους ακολουθήσει. Πίσω του ο πρεσβευτής και παραπίσω οι άλλοι επίσημοι, που είχαν κατεβεί από τα τρία υπόλοιπα αυτοκίνητα», Διέσχισαν την αίθουσα με βιαστικό βήμα – στη μία πλευρά βρίσκονταν οι πάγκοι των επισκευών, στην άλλη τα γραφεία με τα γυάλινα γκισέ.  Λίγο πριν την έξοδο για τις αποβάθρες υπήρχε μια μεγάλη τετράγωνη πλατφόρμα.  Την ώρα που έφταναν εκεί,  κάτι άστραψε και ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. «Ο  Γιώργος και ο πρεσβευτής της Ελλάδας, πηδώντας πάνω από τον πάγκο των αποσκευών, όρμησαν σε έναν από τους φονιάδες. Αυτός πυροβόλησε άλλες τρεις φορές εναντίον τους χωρίς να τους πετύχει. Ύστερα, σαν να το μετάνιωσε ξαφνικά, λες και η επιθετικότητά του βρισκόταν μέσα στο ημίψηλο καπέλο του, που στην προσπάθειά του να ξεφύγει είχε πέσει από το κεφάλι του στο πάτωμα, στάθηκε να τον πιάσουν χωρίς άλλη αντίσταση. Ήταν ντυμένος  καθωσπρέπει, με ρεντιγκότα, και αποδείχτηκε ‘Ελληνας αξιωματικός του ναυτικού. Ονομαζόταν Τσερέπης και ήταν απότακτος υποπλοίαρχος».   «Δεν έχω τίποτα», έλεγε,   εν τω μεταξύ, ο Βενιζέλος  ψηλαφίζοντας το σώμα του. «Δε νομίζω πως είμαι τραυματισμένος σοβαρά. Πρέπει να είναι κάτι  πολύ ασήμαντο», έλεγε ο πρωθυπουργός νιώθοντας σφίξιμο στον ώμο και στον μηρό. Πράγματι, ήταν χτυπημένος από τις σφαίρες των επίδοξων δολοφόνων του. Το τραύμα στον ώμο έδειχνε πιο σοβαρό. «Με ένα φορείο που κατέφθασε εκείνη τη στιγμή τον μετέφεραν υπό τις επευφημίες του πλήθους στο αυτοκίνητο του Έλληνα πρεσβευτή και με αυτό κατευθείαν στο νοσοκομείο»,  στην οδό Ζορζ Μπιζέ, ενώ το πλήθος επευφημεί με σεβασμό τον κύριο Βενιζέλο.

Η πρώτη απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου έγινε στις Αρχάνες Ηρακλείου στις 5 Αυγούστου 1897, απόπειρα έγινε στη   Θεσσαλονίκη το 1917, τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1918, και λίγο αργότερα πάλι την  ίδια χρονιά στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1932 στη Λαμία,  στο σπίτι του απέναντι από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο το 1933 – το 1913, πάντως, στο Λονδίνο ο    Σέρλοκ Χολμς έσωσε τον Βενιζέλο,  σύμφωνα με το «πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα» που δημοσιεύθηκε από τις 19 Δεκεμβρίου 1913 σε είκοσι πέντε στο εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης Ελλάς , και  2013 εκδόθηκε από την «’Αγρα».  

Περιγράφει η Πηνελόπη Δέλτα, τον Βενιζέλο στο σπίτι της το βράδυ πριν την απόπειρα της 6ης Μαίου 1933: «Δε μιλούσε ήσυχα. Ήταν εκνευρισμένος. Κάθε μέρα του ήρχουνταν μηνύματα και ειδοποιήσεις πώς να προσέχει, πως πρόκειται να τον δολοφονήσουν. Αδιαφορούσε κ΄ έβγαινε. Ίσως η μεγάλη του αυτή παλικαριά να επιβλήθηκε στο Λαδογιάννη και στον Κατσίμπαρο [υπολοχαγοί, άριστοι σκοπευτές] που είχαν εντολή να τον δολοφονήσουν στο Βήμα της Βουλής, και δεν το έκαναν,  και ύστερα δυο φορές στο Παλιό Φάληρο, όπου περπατούσε, στόχος ελεύθερος, με έναν δυο φίλους του.  [Ο Βενιζέλος ]  ήξερε πως κάπου αντίκρυ στο σπίτι του, στην οδό Κηφισιάς,  ένας από τους καλύτερους σκοπευτές του στρατού, τον παραφύλαγε.  Ήξερε πως σαν άνοιγε το παράθυρο της κάμαράς του, στην οδό Λουκιανού, μια σφαίρα μπορούσε να του έρθει απ΄αντίκρυ. Πως σαν κατέβαινε να μπει στο αυτοκίνητό του, δολοφόνοι παραμόνευαν απ΄ έξω.  Οι φύλακές του τον συνόδευαν με το χέρι το περίστροφο».

Πολλά από τα γεγονότα που επακολούθησαν ύστερα από τη νυχτερινή απόπειρα  στις 6 Ιουνίου, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί,  αν η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη  επιδείκνυε πολιτική βούληση και είχε τη δύναμη να βοηθήσει αποτελεσματικά στην ταχεία διεξαγωγή των ανακρίσεων, προπαντός στην ομαλή διεξαγωγή τους. Στην πορεία των ανακρίσεων  καθοριστική απεδείχθη η αποχώρηση του νεοτοποθετηθέντος, ύστερα από την απόπειρα, στη Γενική Ασφάλεια του Αστυνομικού Διευθυντή Β’ Νικολάου Ι. Κίννα και η αντικατάσταση του ανακριτή Ν. Τζωρτζάκη. Η αφοσίωση, ωστόσο, δύο δημόσιων λειτουργών στο καθήκον δεν επαρκούσε, όπως απεδείχθη, για να αντισταθμιστούν οι κομματικές σκοπιμότητες, αλλά και οι παρασκηνιακές ενέργειες των διάφορων παραγόντων. 

Την εποχή της απόπειρας, κατά τη διάρκεια της δεύτερης    κυβέρνησης Τσαλδάρη, η οποία είχε ορκιστεί στις 10 Μαρτίου 1933, τέσσερις ημέρες μετά το κίνημα Πλαστήρα, στις 6  Μαρτίου.   Τότε δεν είχε συσταθεί χωριστό Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως και οι σχετικές αρμοδιότητες ήταν στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Εσωτερικών, με υπουργό τον Ι.Δ. Ράλλη. Ύστερα από την απόπειρα, τέσσερις υπουργοί διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο σε διάστημα 18 μηνών. 

Στις 11 Μαρτίου η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της για τις εορτές του Πάσχα επί έναν μήνα και η κυβέρνηση Τσαλδάρη  είχε δεχτεί πρόταση του Βενιζέλου να διεξαχθεί η συζήτηση για το Κίνημα Πλαστήρα ύστερα από τις διακοπές του Πάσχα.

Όταν ξανάρχισαν οι εργασίες στις 11 Μαίου, ο Ι. Μεταξάς κατέθεσε στο προεδρείο πρόταση  να ασκηθεί δίωξη εναντίον του Βενιζέλου για παραβάσεις του Ποινικού Κώδικα σχετικές με το Κίνημα Πλαστήρα, ύστερα και από τη διαφυγή του τελευταίου στο εξωτερικό.  Ο   Τσαλδάρης ζήτησε δίμηνη διακοπή των εργασιών του Κοινοβουλίου, ώστε να κερδίσει χρόνο, αλλά  δεν διέθετε τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών. Η συζήτησε, εντέλει, ορίστηκε για τις 15 Μαρτίου, οπότε η αίθουσα της Βουλής ήταν κατάμεστη, ενώ πολλοί στα θεωρεία ήταν ένοπλοι φοβούμενοι σύρραξη.

Η αγόρευση του  Βενιζέλου, ο οποίος διεδέχθη τον Μεταξά στο Βήμα, διεκόπη στη φράση «Είχον, λοιπόν, ένα στρατηγόν επαναστάτην, όπως με κατηγόρησαν, ο οποίος προσέφερεν μεγάλας υπηρεσίας εις τον τόπο…» – ακολούθησε πανδαιμόνιο.  Όπως απεδείχθη ήταν η τελευταία αγόρευση του Βενιζέλου στη Βουλή.  

Στις  8 το βράδυ της 6ης Μαρτίου το ζεύγος Βενιζέλου είχε αναχωρήσει για την Κηφισιά   στις 10.55 μ.μ. , όπου επισκέφθηκαν το ζεύγος Δέλτα. Την Πακάρ οδηγούσε  ο  Ιωάννης  Νικολάου, ενώ επέβαινε και   ο υπομοίραρχος της προσωπικής ασφάλειας του Βενιζέλου Μιχάλης Κουφογιαννάκης. Το αυτοκίνητο του Βενιζέλου ακολουθούσε η Λίνκολν- Φορντ της ασφάλειάς του, με οδηγό τον Φιλ. Μιχαλόπουλο και επιβάτες τους Ανδρέα Γυπαράκη, επικεφαλής της προσωπικής ασφάλειας του Βενιζέλου, Ανδρέα Λεμπιδάκη και Ιωάννη Μαρκάκη. Η Λίνκολν-Φορντ       είχε δύο πόρτες, πράγμα που δυσκόλευε την έξοδο όσων επέβαιναν  στο πίσω κάθισμα, ενώ ήταν και πιο αργή από την Πακάρ. «Πέρασε από τον Πλάτανο το αυτοκίνητο του Βενιζέλου», γράφει η Δέλτα, «και ακολουθούσε το δεύτερο, ένα ελεεινό Φορντάκι με τη συνοδεία του, πέρασε το Μαρούσι και κατέβαινε με μέτρια ταχύτητα στας Αθήνας». 

Πράγματι, τα δύο αυτοκίνητα κινούμενα  με  ταχύτητα περίπου 50 χλμ. ανά ώρα έφτασαν στο ύψος του Αμαρουσίου και πλησίασαν στο κέντρο «Παράδεισος».  Σε αυτό το σημείο οι άνδρες της ασφάλειας είδαν ένα αυτοκίνητο με σβησμένα φώτα να τους προσπερνά και να μένει  ανάμεσα στην Πακάρ και στη Λίνκολν-Φορντ. Όπως απεδείχθη, επρόκειτο για την Κάντιλακ των επίδοξων δολοφόνων, την οποία οδηγούσε   «κάποιος κλεφτοκακούργος Φριτζαλάς», και όπου επέβαινε, μεταξύ άλλων,  ο λήσταρχος Καραθανάσης.  

«Όλη εκείνη την ημέρα, που είχε μαθευτεί ότι εγευμάτιζε σπίτι μας ο Βενιζέλος», αφηγείται η Δέλτα, «αστυνομία, χωροφυλακή και δολοφόνοι ήταν σε μεγάλη κίνηση. Ο Καραθανάσης ανεβοκατέβαινε τη λεωφόρο Κηφισιάς, ανενόχλητος.  Μοτοσυκλέτες αστυνομικές διέτρεχαν το δρόμο Αθηνών-Κηφισιάς να βεβαιωθούν πως όλα ήταν έτοιμα και ο δρόμος ανοιχτός για τους δολοφόνους.  Ο αρχηγός της χωροφυλακής Κηφισιάς Κουρεμπανιάς παραφύλαγε στην πόρτα μας  όλη τη βραδυά.  Εκείνος έδωσε το σύνθημα πως φεύγει ο Βενιζέλος σε κάποιον που παραφύλαγε στο σπίτι (στην πίσω πόρτα του κήπου) του Μίκη Μελά, και που ειδοποίησε το αυτοκίνητο που στάθμευε εκεί, το ιστορικό μικρό κανελί  αυτοκίνητο, που κατέβηκε ολοταχώς την οδό Μπενάκη προς τον Πλάτανο, όπου πέρασε σαν σαίτα, πριν από τα δύο αυτοκίνητα του Βενιζέλου, κι έτρεξε στο καφενείο ‘’Παράδεισο ’’,  πλάγι στο εκκλησάκι αριστερά, στο δρόμο Κηφισιάς-Αθηνών, κ΄έδωσε το σύνθημα πως έρχεται ο Βενιζέλος».

Τη Λίνκολν-Φορντ ακολουθούσε και άλλο αυτοκίνητο των επίδοξων δολοφόνων, ώστε να την καλύπτει.  Ταυτόχρονα, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, με στόχο τη Λίνκολν-Φορντ. Ένα λάστιχο έσκασε και τραυματίστηκε θανάσιμα ο οδηγός Ιωάννης Μαρκάκης.  «Μη στέκεσαι! Τρέχα! Τρέχα! Βάλε όλην την ταχύτητα!» προέτρεψε ο Βενιζέλος τον οδηγό του αυτοκινήτου του, Μιχάλη Νικολάου. 

Οι δράστες άρχισαν αμέσως να πυροβολούν εναντίον της Πακάρ. Ο Βενιζέλος έσπρωξε την Έλενα στο πάτωμα της Πακάρ και την ακολούθησε, ώστε να δίνουν τον μικρότερο δυνατό στόχο. Εν τω μεταξύ, ο Κουφογιαννάκης είχε δώσει εντολή στον οδηγό να σταματήσει, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και αντεπιτέθηκε  με το περίστροφό του. Ο Βενιζέλος συνειδητοποίησε ότι το σταμάτημα του αυτοκινήτου ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο και φώναξε στον οδηγό να συνεχίσει.  Ωστόσο, η κίνηση,  η «ανοησία», κατά τη Δέλτα, του Κουφογιαννάκη απεδείχθη σωτήρια, γιατί η Κάντιλακ αναγκάστηκε να σταματήσει: «Η δολοφονική Κάντιλακ  πρόφτασε [το αυτοκίνητο  του Βενιζέλου], και στάθηκε κι αυτή αριστερά του  τραβώντας ομοβροντίες εναντίον του Νικολάου,  να τον σκοτώσουν και να μπουν, να μπει ο Καραθανάση  να κόψει το κεφάλι του Βενιζέλου, όπως ήταν προγραμμένο».

Έτσι, δεν πρόλαβε να ακολουθήσει την Πακάρ, η οποία διέφυγε με μεγάλη ταχύτητα, με 120 χλμ. ανά ώρα, παρότι ο Νικολάου είχε  τραυματιστεί στο χέρι.   Στο ύψος της Φιλοθέης, ο οδηγός της Πακάρ, κατάλαβε ότι είχε σκάσει ένα από τα λάστιχα  των πίσω τροχών – «μια σφαίρα είχε τρυπήσει μια ρόδα […], άλλη είχε τρυπήσει το ντεπόζιτο της μπενζίνας».  Έτσι, μειώθηκε η ταχύτητα της Πακάρ, με αποτέλεσμα  τα δύο αυτοκίνητα των επίδοξων   δολοφόνων να την προσεγγίσουν και να ξαναρχίσουν οι πυροβολισμοί στο ύψος της Φιλοθέης.  Ωστόσο, ο οδηγός της μία ακόμα φορά κατάφερε να διαφύγει, παρότι οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν μέχρι το Γηροκομείο -«ως το φόρο», τη στάση για το «φόρο διοδίων», απέναντι από το Γηροκομείο, τους κυνήγησαν οι επίδοξοι δολοφόνοι ρίχνοντας  «βροχή τις σφαίρες».   «Για 7-8 χιλιόμετρα έτρεχε διαμονισμένα το αυτοκίνητο του Βενιζέλου, με πίσω την Κάντιλακ όπου επτά δολοφόνοι τραβούσαν ομοβροντίες στο μπροστινό αυτοκίνητο», σύμφωνα  με την περιγραφή της συγγραφέως του Τρελαντώνη.

Ο Βενιζέλος υπέδειξε ως κατεύθυνση τον «Ερυθρό Σταυρό», δεδομένου ότι η Έλενα είχε τραυματιστεί.  Ευτυχώς, ο Νικολάου κατευθύνθηκε προς τον «Ευαγγελισμό» –  «μόλις μπήκε στο δρόμο [τότε Αριστομένους, σήμερα Μαρασλή], σώθηκε η μπενζίνα και το αυτοκίνητο στοπάρησε », έτσι Βενιζέλος και Έλενα ανέβηκαν πεζή τον ανήφορο.

 Όπως  κατέθεσαν μάρτυρες οι επίδοξοι δολοφόνοι είχαν αποφασίσει  να στήσουν ενέδρα  στον «Ερυθρό Σταυρό».

Η Πηνελόπη Δέλτα δίνει τη δική της εκδοχή για το πώς είχαν ενημερωθεί οι επίδοξοι δολοφόνοι.  Είχε ειδοποιήσει τον μάγειρα της ότι την επομένη θα δειπνούσε στο σπίτι τους ο Βενιζέλος «και δεν τρώγει παρά χόρτα το βράδυ». Η παραμαγείρισσα των Δέλτα θα ΄τυχε να το πει στον άνδρα της, ο οποίος ήταν σταθμάρχης στα λεωφορεία Αθηνών-Κηφισιάς – «έδινε τη διαταγή να ξεκινούν τα αυτοκίνητα-μπούσια»,    στην Πλατεία Πλατάνου- και φαίνεται ότι  στις 6 Ιουνίου το πρωί ειδοποιήθηκαν οι δράστες. Η Δέλτα εμφανίζεται απολύτως σίγουρη ότι η πληροφορία διέρρευσε από το σπίτι της. «Η δολοφονία είχε μελετηθεί και οργανωθεί από μήνες και η εκτέλεσή της κόστισε κάπου τρεις ως πέντε χιλιάδες λίρες», γράφει η Δέλτα. «Αγοράστηκαν αυτοκίνητα, όπλα και άνθρωποι πληρώθηκαν γερά », συνεχίζει η Δέλτα.  Το βούλευμα, πάντως, που εκδόθηκε στις 25 Μαίου 1933 παραδέχεται την ύπαρξη χρηματοδότη, χωρίς να τον κατονομάζει.    

Πλήθος κόσμου έσπευσαν στον  «Ευαγγελισμό»,  μόλις έγιναν γνωστά τα της απόπειρας, για να εκδηλώσουν τη συμπάθειά τους προς τους τραυματίες.  Ο αρχηγός της Χωροφυλακής έφτασε μόλις στις 3.00 π.μ. Ο Αστυνομικός Διευθυντής προσπαθεί αν συντονίσει τις ανακρίσεις στην Αστυνομική Διεύθυνση και διατάσσει τον Διοικητή της   Τροχαίας  και ερευνήσει τους σταθμούς αυτοκινήτων.  Η προανάκριση, με εξέταση μαρτύρων, έχει αρχίσει στον «Ευαγγελισμό» – σε γκαράζ εκεί κοντά φυλάσσονται η «λίαν πολυτελής» Πακάρ, με αριθμό κυκλοφορίας 24000, και η Λίνκολν- Φορντ, με αριθμό κυκλοφορίας 27579, εκεί ο  ταγματάρχης Αλ. Παππάς και ο λοχαγός Σ. Λοκρέστης, με εντολή ανακριτή του 4ου τμήματος Υπ. Ζωρζάκη,    κάνουν την αυτοψία και συντάσσουν, μία μέρα ύστερα από την απόπειρα την Έκθεση  Πραγματογνωμοσύνης.  Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας Δ. Τρύφωνας επέλεξε να μην  παραστεί στην έρευνα στον χώρο της απόπειρας το επόμενο πρωί.

Οι πρώτε υποψίες στράφηκαν εναντίον του τότε Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Ι. Πολυχρονόπουλου, ο οποίος είχε τοποθετηθεί σε αυτήν τη θέση στις 7 Μαρτίου 1933, ύστερα από προσωπική παρέμβαση του Π. Τσαλδάρη.   Ο βενιζελικός στρατηγός Α. Σπαής επιμένει στα απομνημονεύματά του ότι «ο Πολυχρονόπουλος μού διηγήθη ότι [η δολοφονική απόπειρα]  ήταν σε γνώση και με έγκριση του υπουργού Εσωτερικών Ι. Ράλλη,   του Ι. Μεταξά, του ναύαρχου Χατζηκυριάκου και του Γ. Κονδύλη. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1950, ο ίδιος ο Πολυχρονόπουλος τα επανέλαβε παρουσία μου εις τον ίδιον τον Πλαστήρα, εις τον οποίον εξέθεσεν επίσης όλα τα σχέδια εναντίον της ζωής και του Βενιζέλου και του Πλαστήρα». Στην αλληλογραφία με την οικογένειά του από την  εξορία του το 1938 στη Σκόπελο, ο Πολυχρονόπουλος, ο αδελφός, πάντως του οποίου,  έμπορος Ν. Πολυχρονόπουλος,  είχε αγοράσει την Κάντιλακ -«την είχε πάγει στο γκαράζ του Νικηφοράκη πού είχε κάνει μερικές επιδιορθώσεις, και ύστερα επανειλημμένως έκαναν δοκιμές ταχύτητος», σημειώνει η Δέλτα-  παρουσιάζεται ως θύμα εκμεταλλευτών, είχε, πάντως, πολιτικές φιλοδοξίες, όπως αποδεικνύεται από την έκδοση από τον ίδιος της εφημερίδας Λαικός αγών.  Εξάλλου, η παρουσία του το βράδυ της απόπειρας στο σπίτι του Π. Τσαλδάρη επιβεβαιώνει τις ιδιαίτερες σχέσεις του με το πρωθυπουργικό περιβάλλον, γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι ολιγωρίες του σε σχέση με τη διαλεύκανση της υπόθεσης της απόπειρας, πράγμα για το οποίο  του επιτέθηκε ο Γ.Α. Βλάχος από την Καθημερινή. Ωστόσο, είναι προς τιμήν του Τσαλδάρη ότι συγκατετέθη στην προφυλάκισή του, οπότε έμεινε κενή η θέση στη Γενική Ασφάλεια.  Τη σύλληψη είχε διατάξει ο πρωτοδίκης Ν. Τζωρτζάκης, όπως, επίσης, και τη σύλληψη του αδελφού του πρώην διοικητή της  Γενικής Ασφάλειας,  των εν ενεργεία αστυνόμων Τζαμαλούκα και  Μαρκάτου,  του λήσταρχου Καρθανάση, ο οποίος μέχρι τις 7 Ιουνίου περιφερόταν ανενόχλητος στο κέντρο της Αθήνας,  των Παντελή Φρυτζαλά, Μιλτ. Μποσίνη και    Λάμπρο  Φασουλά, των επίδοξων επί τροχών δολοφόνων. Ύστερα από τη σύλληψη Πολυχρονόπουλου, επικεφαλής  της Γενικής τοποθετήθηκε ο τότε Αστυνομικός Διευθυντής Β΄ Ν. Κίννας, αλλά παραιτήθηκε δύο ημέρες αργότερα, «γιατί ο υπουργός Εσωτερικών δεν τον άφησε ελεύθερο στο ζήτημα των τοποθετήσεων [των αξιωματικών στην Ασφάλεια]», όπως ενημέρωσε το Λονδίνο ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα  Σ. Ουατερλόου. Για να πετύχει στο έργο της ανακάλυψης των δραστών και να αποκαταστήσει το κύρος του Αστυνομικού Σώματος ύστερα από τις αποκαλύψεις για τον Πανόπουλο, ο νέος διοικητής έπρεπε να πλαισιώνεται από ανθρώπους της εμπιστοσύνης του και να τον καλύπτει η πολιτική ηγεσία αλλά κι η ηγεσία της Αστυνομία, η οποία , όμως, δεν είχε αντικατασταθεί. Έτσι, το έργο του Κίννα ήταν, εντέλει, αδύνατο να επιτελεστεί, ύστερα και από την παρέμβαση του υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος υπέδειξε ποιους αξιωματικούς έπρεπε να κρατήσει στη Γενική Ασφάλεια ο Κίννας και ποιους να μην προσλάβει.     

 Οι επαναληπτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη στις 2 Ιουλίου 1933 –το εκλογοδικείο είχε ακυρώσει την εκλογή 18 βενιζελικών και 2 λαικών  βουλευτών του εκλογικού Συλλόγου Ισραηλιτών, με το αιτιολογικό ότι ο χωρισμός των Ισραηλιτών από τους υπόλοιπους εκλογείς στη Θεσσαλονίκη ήταν αντισυνταγματικός-, και η επικράτηση των βενιζελικών, πράγμα που σημασιοδότησε μια έμμεση αποδοκιμασία προς την κυβέρνηση για τους χειρισμούς στα της απόπειρας, οδήγησαν την κυβέρνηση σε νέες ενέργειες οι οποίες επηρέασαν την πορεία του ανακριτικού έργου.  Στις  23 Ιουλίου, ο καθημερινός Τύπος πιθανολογούσε την αντικατάσταση του Τζωρτζάκη, ενώ η αδράνεια των καταδιωκτικών οργάνων τονιζόταν με σαφήνεια στο υπόμνημα του ως άνω ανακριτή προς τον Εισαγγελέα Εφετών στις 18 Αυγούστου. Για να σταθούμε στα της αυτοκινήσεως, κατά την άποψη του ανακριτή,  η Κάντιλακ των επίδοξων δολοφόνων είχε περιγραφεί ανακριτικά κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατο να κυκλοφορήσει ακόμα και με άλλες πινακίδες κυκλοφορίας, χωρίς να γίνει αντιληπτό.  Παρά τις εντολές του Τζωρτζάκη, στον οποίο η υπόθεση είχε ανατεθεί στις 9 το πρωί της 7ης Ιουνίου 1933,  ωστόσο, το αυτοκίνητο διήλθε από την οδό Λιοσίων, πληρώθηκαν τα διόδια στον σταθμό που υπήρχε τότε εκεί τις πρωινές ώρες της 8ης Ιουνίου και κάηκε στη Μαλακάσα.   Εξάλλου,  οι μάρτυρες, μέσω μηνυμάτων, τρομοκρατούνταν, όπως, λόγου χάριν, ο βιομήχανος Χόλης, ο οποίος έλαβε ανώνυμη επιστολή. Συγχρόνως, όλοι όσοι εκτελούσαν τις εντολές του ανακριτή παρακολουθούνταν από τρίτους. Ενδεικτικό της όλης κατάστασης είναι ότι ο ίδιος ο Τζωρτζάτος συνέλαβε τον αγοραστή της Κάντιλακ, τον αδελφό του Πολυχρονόπουλου, ενώ για τη σύλληψη του ηθικού αυτουργού για τη δολοφονία Μαρκάκη, Καραθανάση, ο οποίος από τα τέλη του καλοκαιριού  του 1934 κρυβόταν στην Αθήνα, σε πανσιόν της οδού Οινόης, χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση του Βενιζέλου, ο οποίος, πάντως, επέλεξε να μη συλληφθεί από αστυνομικά όργανα, αλλά από απόστρατους και μέλη της προσωπικής του φρουράς. Η σύλληψη Καραθανάση δικαίωσε όλους όσοι είχαν θιγεί στην πορεία των ανακρίσεων, ιδίως τον Κίννα και τον Τζωρτζάκη, και συνέστησε κόλαφο για την κυβέρνηση.  Παραιτήθηκε ο υπουργός Εσωτερικών  Δ. Γιαννόπουλος, αντικαταστάθηκε από τον Γ. Χλωρό,  τον τέταρτο υπουργό Εσωτερικών ύστερα από την απόπειρα, ο οποίος αντικατέστησε όλους τους διοικητές ασφαλείας και έθεσε σε διαθεσιμότητα τον αρχηγό της Χωροφυλακής, τον οποίο  είχε ευθέως κατηγορήσει ο Τζωρτζάτος για αδράνεια. Την επομένη της σύλληψης Καραθανάση, παρεδόθη στη Γενική Ασφάλεια ο έτερος οδηγός  των αυτοκινήτων των επίδοξων δολοφόνων, ο Κ. Σουλιώτης.

Εν τω μεταξύ, στις 24 Σεπτεμβρίου 1934 είχε εκδοθεί και επικυρωθεί το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για την υπόθεση της απόπειρας. Παραπέμπτονταν δύο για ηθική αυτουργία και πέντε για φυσική αυτουργία για τον φόνο του Μαρκάκη, απόπειρα φόνου και παράνομη οπλοφορία. Συνολικά κατηγορήθηκαν 18 άτομα, ανάμεσά τους και δύο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της Αστυνομίας, ο Ι. Πολυχρονόπουλος και ο Αθανάσιος Δικαίος ως ηθικοί αυτουργοί. Ο Καραθανάσης αρνήθηκε μέχρι το πέρας της διαδικασίας –η οποία, όπως θα δούμε, ποτέ δεν ολοκληρώθηκε- την ενοχή του, ενώ ακόμα και προφυλακισμένος έδωσε στις 12 Δεκεμβρίου 1933 συνέντευξη Τύπου δηλώνοντας «οι δικασταί ημπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά η δίκη δεν  πρόκειται να γίνει στον Πειραιά ».

Δικαιώθηκε από τα γεγονότα. Mια έκρηξη από δέσμες δυναμίτιδας στις 21 Δεκεμβρίου έξω από τα σπίτια των ενόχων είχε ως στόχο την αναβολή της δίκης και τη μεταφορά της στην Αθήνα. Η πρώτη δικάσιμη είχε οριστεί για τις 24 Νοεμβρίου 1943 στο Κακουργοδικείο Πειραιώς και αναβλήθηκε, με την τυπική ένσταση ότι οι κατηγορούμενοι Πολυχρονόπουλος, Δικαίος και Μακάκος δεν είχαν εγκαίρως κλητευθεί  και ότι οι υπογραφές των επιδοτηρίων ήταν πλαστές, πράγμα αναληθές, αφού τα επιδοτήρια  είχαν επιδοθεί, αλλά οι κατηγορούμενοι είχαν βάλει άλλους να τα υπογράψουν. Στον Πειραιά επικρατούσαν τότε οι βενιζελικοί, οι κατηγορούμενοι, λοιπόν, φοβούντο ότι οι ένορκοι θα ήταν επηρεασμένοι και, άρα, καταδικαστικοί. Μάλιστα, την ημέρα της δίκης οι  μισοί από τους ενόρκους απειλήθηκαν και απουσίασαν, ενώ απειλήθηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας, ενώ από  τις 26 Δεκεμβρίου 1933 είχε απομακρυνθεί ο  ανακριτής Τζωρτζάκης, ύστερα από ωμή παρέμβαση της κυβέρνησης στα της Δικαιοσύνης και ο Εισαγγελέας Εφετών Αντ. Ρηγανάκος είχε αντικατασταθεί από τον εφέτη Γαρέζο.   

Ορίστηκε νέα δικάσιμος για τις 21 Φεβρουαρίου 1935 στην Αθήνα, με τους κατηγορούμενους να εμφανίζονται, έτσι, ικανοποιημένοι. Είχαν ήδη περάσει 20 μήνες από την απόπειρα και η υπόθεση δεν είχε διαλευκανθεί.   Εν τω μεταξύ, εκδηλώθηκε φιλοβενιζελκό κίνημα που κατέστειλε ο Γ. Κονδύλης – «χωρίς την απόπειραν, δεν θα εγίνετο η επανάστασις της 1ης Μαρτίου. Αλλά και τα μετέπειτα γεγονότα υπήρξαν συνέπεια της προκληθείσης εκ της επαναστάσεως  ανατροπής του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, Έτσι, ημπορεί να λεχθεί ότι, χωρίς την επανάστασιν, δεν θα ωδηγούμεθα εις την παλινόρθωσιν», σύμφωνα με τη λέξη του Γρ. Δαφνή, ενώ η Π. Δέλτα συσχετίζει την απόπειρα με τις διαπραγματεύσεις για την παλινόρθωση της βασιλείας, διάπραγματεύσεις στις οποίες πρωτεύοντα ρόλο   είχε διαδραματίσει ο Πολυχρονόπουλος.  

 Έτσι, το αποτέλεσμα της δίκης ήταν προδιαγεγραμμένο, δεδομένου ότι οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν τρομοκρατημένοι και οι ένορκοι είτε πανικόβλητοι είτε φανατισμένοι, αναλόγως της πολιτικής τους τοποθέτησης.  Παρότι, λοιπόν, ο εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη των κυριότερων κατηγορουμένων, οι ένορκοι εξέδωσαν παμψηφεί αθωωτική απόφαση: «το έγκλημα της 6ης Ιουνίου 1933 δεν διελευκάνθη από πλευράς αστυνομικής, ανακριτικής, δικαστικής», σημειώνει σχετικά ο Γρ. Δαφνής. 

Δυόμισι χρόνια ύστερα από την επί τροχών εγκληματική απόπειρα, οι κατηγορούμενοι, απλούστατα, αποφυλακίστηκαν.    

Follow @CarsnewsGr

Related Articles

Elon Musk: Σύντομα αυτονομία επιπέδου 5 για την Tesla

cars

Η Mercedes είχε ηλεκτρικό μοντέλο και πριν από 30 χρόνια

cars

Τι ήχο παράγει η καρδιά του Koenigsegg Jesko; [vid]

cars

Οι 10 φιναλίστ για το βραβείο «Αυτοκίνητο της Χρονιάς» στην Ελλάδα

cars

Honda XL750 Transalp 2023: Επαναφορά του θρύλου με 90 άλογα!

cars

Η Ελλάδα επιστρέφει στον χάρτη του WRC!

cars

Ioniq: Tα ηλεκτρικά της Hyundai απέκτησαν νέα στέγη

cars

Το American Dream, το πιο μακρύ αυτοκίνητο του κόσμου, θα αναπαλαιωθεί!

cars

Ποιο είναι το περιπετειώδες Toyota Frontlander;

cars