Οι προσπάθειες της Renault να σφυρηλατήσει μια πιο στενή σχέση με τη Nissan σκόνταφτε στη συνεχή άρνηση των Ιαπώνων, ωστόσο φαίνεται πως η πρόταση της Fiat Chrysler ανοίγει νέους δρόμους για τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και για τους Ιταλούς.
Μετά τη σύλληψη του Carlos Ghosn το τοπίο στη Συμμαχία Renault-Nissan γίνονταν όλο και πιο θολό. Ο Ghosn την εποχή της σύλληψής του δούλευε πάνω στα σχέδια για την τροποποίηση της οικονομικής δομής της Συμμαχίας, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας μιας εταιρίας χαρτοφυλακίου ή ακόμα και μιας πλήρους συγχώνευσης με τη Nissan να απορρίπτει το σενάριο αυτό.
Οι δύο διάδοχοι του Ghosn στη Renault, ο πρόεδρος Jean-Dominique Senard και ο διευθύνων σύμβουλος Thierry Bollore, ταξίδεψαν πολλές φορές από το Παρίσι στο Τόκιο επιδιώκοντας να προσδιορίσουν ποια δομή της Συμμαχίας θα ήταν αποδεκτή από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Nissan Hiroto Saikawa, δίχως όμως αποτέλεσμα.
Εάν η Renault και η Nissan δεν μπορούν να συνεχίσουν να μοιράζονται τις πλατφόρμες, την αγορά και την τεχνολογία, οι δύο αυτοκινητοβιομηχανίες θα αποδυναμωθούν έντονα. Θα ήταν όλο και πιο ευάλωτες απέναντι σε ανταγωνιστές όπως η VW, η Toyota και η General Motors.
Την ίδια στιγμή, πρόβλημα αποτελεί πως η οικονομική απόδοση της Nissan αρχίζει να μην είναι η επιθυμητή από τη Renault. Η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία μπορούσε κάποτε να υπολογίσει σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε μερίσματα και άλλες πληρωμές από το 43% της συμμετοχής της στη Συμμαχία. Ωστόσο, η Renault δήλωσε πρόσφατα ότι η Nissan θα έχει αρνητική συμβολή στο καθαρό εισόδημα του πρώτου τριμήνου κατά € 56 εκατ. Επιπλέον, η προγραμματισμένη μείωση κατά 30% των μερισμάτων της Nissan φέτος θα κοστίσει στη Renault περίπου € 130 εκατ.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια «φιλική» συγχώνευση με την FCA μπορεί να είναι πολύ καλύτερη επιλογή από το να παραμείνει σε ένα δύσκολο γάμο με τη Nissan που χάνει χρήμα, ή ακόμη χειρότερα από ένα επώδυνο διαζύγιο
Η πρόσβαση της FCA στην κερδοφόρα αγορά pickup της Βόρειας Αμερικής και στην αγορά SUV, μέσω του Jeep και του Ram, φαίνεται να «γεμίζει» πολλές «τρύπες» της Renault, εξασφαλίζοντάς της τόσο μια γκάμα προϊόντων που δεν είχε, όσο και μια πιο δυναμική πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ.